- ευζηλία
- εὐζηλία, ἡ (Α) [εύζηλος]1. η άμιλλα2. η ορθότητα, η ωραιότητα στο συγγραφικό ή ρητορικό ύφος («ἡ ἐν τοῑς λόγοις εὐζηλία καὶ καθαριότης», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐζηλία — εὐζηλίᾱ , εὐζηλία good fem nom/voc/acc dual εὐζηλίᾱ , εὐζηλία good fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐζηλίας — εὐζηλίᾱς , εὐζηλία good fem acc pl εὐζηλίᾱς , εὐζηλία good fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)